Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

από το σιγανό

См. также в других словарях:

  • σιγανός — (I) ο, Ν ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… …   Dictionary of Greek

  • τρύζω — ΝΜΑ, και σπάν. τ. στρύζω Α εκβάλλω σιγανό και γογγυστικό ήχο, όπως το τρυγόνι, το χελιδόνι και άλλα πουλιά νεοελλ. (για τζιτζίκια) εκβάλλω οξύ ήχο, τερετίζω αρχ. 1. (για υγρά) βγαίνω από την κοιλιά με τρυγμό («τὸ οῡρον τρύζει», Ιπποκρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • υποτονθορισμός — και υποτονθορυσμός, ο, Ν σιγανό μουρμούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτονθορίζω. Η λ., στον πληθ. ὑποτονθορισμοί, μαρτυρείται από το 1894 στον Κ. Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — σιγαλός, ή, ό και σιγανός, ή, ό επίρρ. ά 1. αθόρυβος, ήσυχος: Από το στόμα του βγήκε ένας σιγανός ήχος. – Με σιγανή φωνή τον παρακαλούσε να τη λυπηθεί. 2. ήρεμος, βραδυκίνητος: Τα ζώα αυτά είναι πολύ σιγανά. – Έπεσε σιγανή βροχή. 3. «σιγανό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»